Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΜΑΡΙΟΣ (Μαργαριτης Μπρουσας): Η Αλήθεια στα φτερά της ευτυχίας

ΜΑΡΙΟΣ (Μαργαριτης Μπρουσας): Η Αλήθεια στα φτερά της ευτυχίας: Γράφω αυτό το κείμενο, το τελευταίο για το 2015, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα πρέπει μέσα σε ελάχιστες γραμμές να προσπαθήσω να αποτ...

Η Αλήθεια στα φτερά της ευτυχίας

Γράφω αυτό το κείμενο, το τελευταίο για το 2015, γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι θα πρέπει μέσα σε ελάχιστες γραμμές να προσπαθήσω να αποτυπώσω με τον πλέον αξιοπρεπή τρόπο όχι απλώς την πορεία της χρονιάς που πέρασε, αλλά και το τι βρίσκεται παραπέρα. Έχοντας την πεποίθηση  ότι δεν είναι οι λέξεις, αλλά οι σκέψεις και οι έννοιες που νοηματοδοτούν το περιεχόμενό τους ως τροφοδότη της συνειδητοποιημένης ύπαρξης κάθε Χρυσαυγίτη, Άνδρα και Γυναίκας, ας ξεδιπλωθούν ξανά κάποιες προσωπικές πεποιθήσεις.
Μια από τις λιγοστές σημαντικές εκείνες ταινίες της δεκαετίας του 1980, οι οποίες ξεπερνώντας τους σκοπέλους της «πολιτικής ορθότητας» άφησαν μια παρακαταθήκη Αρχών και Αξιών με διαχρονικό και αμετάβλητο χαρακτήρα, είναι το εξαιρετικό «ΕΞΚΑΛΙΜΠΕΡ» (1981) του Τζον Μπούρμαν. Μια ταινία, η οποία αν και έχει ως κεντρικό της θέμα τον Βασιλέα Αρθούρο και τον Κύκλο των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης, εν τούτοις, στέλνει μηνύματα πολύ ευρύτερης σημασίας. Σε μια χαρακτηριστική σκηνή του συγκεκριμένου κινηματογραφικού έργου οι Ιππότες ρωτούν τον Μάγο Μέρλιν ποια είναι η Ανώτερη Αξία για κάθε Ιππότη και αυτός τους απαντά: η Αλήθεια! Συμπληρώνοντας στην συνέχεια ότι όποιος λέει ένα ψέμα, στην πραγματικότητα σκοτώνει ένα κομμάτι του κόσμου.
Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η Αλήθεια αποτελεί την Ανώτερη Αξία, είναι κάτι παραπάνω από φανερό ότι ο αγώνας της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ ξεπερνάει τα όποια στενά «πολιτικά» όρια, μετατρεπόμενος σε μια σύγχρονη Σταυροφορία για την λάμψη και την επικράτηση της Αλήθειας. Αυτή η ξεκάθαρη στάση είναι που καθορίζει την διαχρονική μας στάση τόσο απέναντι στο πεπρωμένο μας όσο και απέναντι σ’ όλους εκείνους, εχθρούς και «φίλους», οι οποίοι επί χρόνια μας χλεύαζαν, μας λοιδορούσαν, μας χαρακτήριζαν ως «κορόιδα», τα οποία «χαραμίζουν την ζωή τους για μια χαμένη υπόθεση». Για Εμάς, όμως, τους Άνδρες και τις Γυναίκες της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ, δεν υπάρχουν «χαμένες υποθέσεις» αλλά μόνο χαμένα κορμιά.
Ευχόμαστε, ευελπιστούμε, επιθυμούμε, μα πάνω απ’ όλα προσπαθούμε, να σταθούμε στο ύψος των Αιώνιων Ιδεών μας. Γι’ αυτό και πολεμούμε, αγωνιζόμαστε και συνεχίζουμε να μαχόμαστε μέχρι του τέλους της βιολογικής μας ύπαρξης για όλες εκείνες τις «χαμένες υποθέσεις», οι οποίες στην πραγματικότητα αποτελούν το Αυθεντικό και Ανθεκτικό Νόημα της Αλήθειας, τον Ανθό του Ανθρωπίνου Πολιτισμού, τον Τροχό της Ιστορικής Εξέλιξης. Για Εμάς, η Αλήθεια αντανακλάται στις ζώσες ενσαρκώσεις της Ευτυχίας, της Ελευθερίας, της Αρετής, της Ανδρείας, της Αξιοπρέπειας, της Τιμής που τιμή δεν έχει. Θέλουμε να είμαστε οι Απόλυτοι και Αμετάβλητοι χαρακτήρες με Καρδιά από Ατσάλι και Όνειρα από Σίδερο. Εκείνοι, οι οποίοι πρόθυμα βαδίζουν προς έναν πολύ πιθανό και πρόωρο χαμό τους, για μια Ιδέα που τους γεμίζει ζωή αλλά και τους ξεπερνά. Να γίνουμε οι Άνθρωποι που θα αποτελούν τις καλύτερες αποδείξεις του πιο ποιοτικού υλικού της Θεϊκής Δημιουργίας πάνω στην Γη, ακριβώς επειδή μένουν απόλυτα προσηλωμένοι στις Ιδέες και την Αποστολή τους, παραμερίζοντας τα οποιαδήποτε ατομικά τους συμφέροντα και λειτουργώντας ως έμπνευση για όσους θέλουν να διαφέρουν από τον συρφετό της ισοπέδωσης, του αστισμού και του πιο χυδαίου ωφελιμισμού.
Οι Αληθινοί Χρυσαυγίτες, Άνδρες και Γυναίκες, κινούμενοι στην ροή των ενεργειών τους από τις Αρχετυπικές Δυνάμεις του υποσυνείδητού τους είναι αυτοί που ενσαρκώνουν την ελπίδα για την κατανόηση της Αληθινής Αποστολής του Ανθρώπου, σύμφωνα με το σκεπτικό του Καρλ Γιουνγκ. Εκείνοι, δηλαδή, οι οποίοι δια του προσωπικού παραδείγματος θα δείξουν τον δρόμο του Αγώνα, της Νίκης, της Αθανασίας. Γράφοντας αυτές τις γραμμές ενθυμούμαι μια άλλη χαρακτηριστική σκηνή, της εκπληκτικής κινηματογραφικής ταινίας γοτθικού ρομαντισμού (και όχι «ταινίας τρόμου», τουλάχιστον με την στενή έννοια του όρου) «ΔΡΑΚΟΥΛΑΣ» (1992) του Φράνσις Φορντ Κόπολα. Εκεί, όπου ο απέθαντος Κόμης της Τρανσυλβανίας λέει στην αγαπημένη του Μίνα Χάρκερ ότι «Ευτυχισμένος Άνθρωπος είναι αυτός ο οποίος βρίσκει την Αληθινή Αγάπη». Σε δέκα μόλις λέξεις όλο το Νόημα της Ζωής.
Η Ευτυχία και η Αγάπη, λοιπόν, ως οι κορυφαίες εκείνες λειτουργίες και ιδιότητες, οι οποίες μπορούν να ανεβάσουν τον Άνθρωπο στην Πνευματική, Ψυχική και Σωματική Κορυφή, εάν εκφραστούν στον βαθμό που τους αρμόζει. Ακριβώς γιατί όταν αγαπάμε αληθινά, τόσο σε προσωπικό όσο και ιδεολογικό επίπεδο, τότε μπορούμε να νιώσουμε, να αγκαλιάσουμε, να απολαύσουμε, να κατακτήσουμε την Πραγματική και Αιώνια Ευτυχία. Γιατί, όπως λέει  και ο Αριστοτέλης «Τα έμψυχα μπορούν να γνωρίζουν και να αγαπούν». Έχοντας, λοιπόν, άριστη γνώση αυτού που αγαπάμε μπορούμε να αντιληφθούμε σε ποιον βαθμό μπορεί να φτάσει αυτή η αγάπη. Αν η αγάπη αυτή είναι Αληθινή τότε και η Ευτυχία είναι Αληθινή. Γιατί η Αλήθεια και η Ευτυχία αποτελούν έννοιες ταυτόσημες για εκείνους που μπορούν να αντιληφθούν πέρα από χυδαία επιδερμικές και φτηνά επιφανειακές καταστάσεις

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Σόλων ο Αθηναίος Β’ Μέρος

Πνεύμα Αθανάτων [#97]
Β’ Μέρος
Σόλων ο Αθηναίος
Σκοπός του η θεραπεία των κοινωνικών πληγών από τις οποίες έπασχε η πολιτεία.

Εν συνεχεία, όσων αφορά στις πολιτειακές ρυθμίσεις για την αναμόρφωση και τη διεύρυνση του πολιτικού σώματος της Αθήνας, ο Σόλων διατήρησε τα τέσσερα υφιστάμενα τέλη, με τα οποία ρυθμίζονταν τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των πολιτών, και τα οποία βασίζονταν ως τότε αποκλειστικά στο ύψος του αγροτικού εισοδήματος. Συγκεκριμένα, υπήρχαν οι πεντακοσιομέδιμνοι, που είχαν εισόδημα πεντακοσίων μεδίμνων και συγκροτούσαν την υψηλότερη τάξη. Ακολουθούσαν οι τριακοσιομέδιμνοι, οι οποίοι λέγονταν και ιππείς ή ιππάδα ή τελούντες, λόγω του ότι είχαν την οικονομική δυνατότητα να διατηρούν ένα άλογο. Επίσης, υπήρχαν οι διακοσιομέδιμνοι, που αλλιώς αποκαλούνταν ζευγίτες, και τέλος οι θήτες, με εισόδημα κάτω των διακοσίων μεδίμνων ετησίως, που διατηρούσαν το δικαίωμα της ψήφου, αλλά δεν τους επιτρεπόταν η ανάληψη κάποιου δημόσιου αξιώματος. Παραλλήλως, για την κατάταξη των πολιτών στις τάξεις αυτές, θέσπισε τον συνυπολογισμό και των εισοδημάτων που προέρχονταν από επαγγελματικές ή εμπορικές δραστηριότητες, έδωσε δικαίωμα στο κατώτερο από αυτά τα τέλη, στους θήτες δηλαδή, να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου, και τους παραχώρησε το δικαίωμα του εκλέγειν, αλλά όχι του εκλέγεσθαι. Το αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν να λογίζονται στο εξής πολίτες όλοι οι ενήλικοι άνδρες που κατοικούσαν στη Αττική και ήταν απόγονοι κατοίκων της Αττικής και μελών ιωνικών κοινοτήτων. Ωστόσο, δεν θέσπισε την ισότητα δικαιωμάτων και υποχρεώσεων για όλους τους πολίτες, αν και πιθανολογείται ότι έδωσε δυνατότητα πολιτογράφησης και σε μετοίκους.
Επίσης ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι ο Σόλωνας στις πολιτειακές του μεταρρυθμίσεις συμπεριέλαβε και μέτρα που διεύρυναν την λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή την στήριξη της εξουσίας στο σώμα των πολιτών της Αθήνας. Συγκεκριμένα, μετέφερε στην Εκκλησία του Δήμου την αρμοδιότητα της εκλογής των αρχόντων, που έως τότε είχε ο Άρειος Πάγος, και θέσπισε για την εκλογή τους τη διαδικασία της κληρώσεως εκ προκρίτων πεντακοσιομεδίμνων. Ακόμη, προέβη στην ίδρυση ενός νέου βουλευτικού σώματος, τη βουλή των τετρακοσίων, μεταφέροντας σε αυτό τις προβουλευτικές αρμοδιότητες που είχε έως τότε ο Άρειος Πάγος, δηλαδή τη διαδικασία προκαταρκτικής επεξεργασίας των σχεδίων ψηφισμάτων, που θα υποβάλλονταν στην Εκκλησία του Δήμου. Η βουλή των τετρακοσίων ήταν περισσότερο δημοκρατική, συγκριτικά με το αριστοκρατικό σώμα του Αρείου Πάγου, στο οποίο συμμετείχαν μόνο πεντακοσιομέδιμνοι που είχαν θητεύσει ως άρχοντες και είχαν εκλεγεί από τον ίδιο τον Άρειο Πάγο, σύμφωνα με τη διαδικασία που ίσχυε πριν τις μεταρρυθμίσεις του. Η βουλή, αντίθετα, είχε τετρακόσια εκλεγμένα μέλη, που προέρχονταν και από τα τέλη των ιππέων και των ζευγιτών, ενώ η θητεία κάθε βουλευτή ήταν ετήσια και οι τέσσερις φυλές της Αθήνας αντιπροσωπεύονταν ισότιμα, με εκατό βουλευτές η καθεμιά.
Ωστόσο, σημαντικές μεταρρυθμίσεις έλαβε ο Σόλων και στον τομέα της δικαιοσύνης, με κύριες κατευθύνσεις τον εκδημοκρατισμό και τον έλεγχο της εξουσίας. Ήταν εκείνος που έδωσε σε κάθε πολίτη, και όχι μόνο στον παθόντα, την δυνατότητα να καταγγέλλει στον Άρειο Πάγο με εισαγγελία, δηλαδή αγωγή, οποιονδήποτε, ακόμα και άρχοντα, και να εμφανίζεται ως κατήγορος. Έτσι, κατοχυρώθηκε με τρόπο ουσιαστικό το έννομο συμφέρον του απλού πολίτη, σε σχέση με την άσκηση της εξουσίας από τα κρατικά όργανα, ακόμα και στην περίπτωση που οι ενέργειες των τελευταίων δεν τον έβλαπταν άμεσα. Εν συνεχεία, ίδρυσε την Ηλιαία, ένα λαϊκό δικαστήριο με πολλά μέλη, που λειτουργούσε ως αντίβαρο του Αρείου Πάγου σε ζητήματα απονομής της δικαιοσύνης, όπου μπορούσε να προσφύγει οποιοσδήποτε εναντίον δικαστικής αποφάσεως αρχόντων. Ωστόσο, η ακριβής σύνθεση της σολώνειας Ηλιαίας δεν είναι γνωστή και δεν αποκλείεται να πρόκειται απλά για την ίδια την εκκλησία του δήμου, όταν αυτή συνεδρίαζε ως δικαστήριο.
Αξιοσημείωτα δε είναι και πλείστα άλλα νομοθετήματα που θέσπισε ο Σόλων, όπως η απαγόρευση της εξαγωγής γεωργικών προϊόντων πλην λαδιού, εκτός αν υπήρχε πλεόνασμα, και διάφορες ρυθμίσεις στις ιδιωτικές σχέσεις, όπως ήταν οι κανόνες υδροληψίας και οι ελάχιστες αποστάσεις οικοδομών. Επίσης, μερίμνησε για την κοινωνική πρόνοια των αναπήρων και των επικλήρων, όπως ήταν οι θυγατέρες που κληρονομούσαν αποκλειστικά την πατρική περιουσία λόγω έλλειψης άρρενα κληρονόμου. Ακόμη, έλαβε μέτρα προστασίας υπέρ της οικογένειας και του γάμου, που περιλάμβαναν μέτρα εναντίον της μοιχείας, του βιασμού, της μαστρωπείας και της πορνείας, ενώ θεώρησε υποχρέωση των γονέων να διδάσκουν στα παιδιά τους κάποια τέχνη. Επιπλέον, φρόντισε για την απαλλαγή των τέκνων από τη φροντίδα των ηλικιωμένων γονέων τους, αν οι τελευταίοι δεν είχαν ανταποκριθεί σε αυτή την υποχρέωσή τους επαρκώς.
Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι ο Σόλων προχώρησε σε ρυθμίσεις επί νέων βάσεων, αναφορικά με το δημόσιο, ιδιωτικό και ποινικό δίκαιο. Οι νόμοι του πιθανολογείται ότι δημοσιεύτηκαν γύρω στο 592 π.Χ. στο Πρυτανείο, και ήταν καταγεγραμμένοι σε ξύλινες, τετράγωνες στήλες, οι οποίες στένευσαν στο επάνω μέρος τους και στρέφονταν γύρω από άξονα, εξ ου και η ονομασία τους ως «άξονες» ή «κύρβεις». Είναι γεγονός ότι η νομοθεσία του Σόλωνα απέκτησε μεγάλη φήμη, καθώς επέδρασε θετικά στην εξέλιξη του δικαίου, καθώς επίσης και στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτειακή εξέλιξη της Αθήνας, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί δικαίως ο «πατέρας» του αστικού δικαίου.
Ωστόσο, για να αποφύγει τις μεταβολές της νομοθεσίας του και για να μην αναμειχθεί στην εφαρμογή της, αποδήμησε για δέκα έτη, πράξη στην οποία διακρίνεται μια πρώτη εφαρμογή της διάκρισης της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία. Βέβαια, κρίνοντας από την τυραννία του Πεισίστρατου και των διαδόχων του, η οποία εγκαθιδρύθηκε το 561 π.Χ και διήρκησε έως το 510 π.Χ, φαίνεται ότι οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα δεν κατάφεραν να αντιμετωπίσουν σε πλήρη κλίμακα τα προβλήματα που επιδίωκαν να λύσουν εξαρχής. Παρόλα αυτά η ουσία τους διατηρήθηκε και μετά το τέλος της τυραννίας, αποτελώντας το θεμέλιο πάνω στο οποίο εδραιώθηκε η κλασική αθηναϊκή δημοκρατία.
Ακόμη, ο Σόλων κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων της αυτοεξορίας του επισκέφτηκε μεταξύ άλλων και τον βασιλιά των Σάρδεων Κροίσο, ο οποίος τον ρώτησε αν γνώριζε κανέναν άνθρωπο πιο ευτυχισμένο από αυτόν. Ο Σόλων τότε του ανέφερε τρεις περιπτώσεις ευτυχισμένων ανθρώπων και τον συμβούλεψε με την πολύ χαρακτηριστική ρήση: «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», που σημαίνει «Να μη μακαρίζεις κανέναν, πριν το τέλος του». Όταν ξαναγύρισε στην Αθήνα, τη βρήκε σε πολύ καλή κατάσταση, χάρη στα δικά του νομοθετικά μέτρα, και απεβίωσε περί το 558 π.Χ. ευτυχισμένος, σε βαθιά γεράματα.
Τέλος, ο Αριστοτέλης αποφαινόταν πολύ χαρακτηριστικά ότι ο Σόλων ήταν ο πρώτος προστάτης του λαού, ο οποίος ξεκίνησε τη σειρά των λεγόμενων πολιτικών επαναστάσεων, με στόχο την προστασία των δικαιωμάτων του λαού. Εργάστηκε πάνω στο όραμα κατά της κοινωνικής αδικίας, καθώς θέλησε μέσα στο φεουδαρχικό τότε καθεστώς, να αναγάγει την ισότητα στον νομικό, οικονομικό, δικαστικό και πολιτικό κατεστημένο της εποχής του.

Σόλων ο Αθηναίος

Πνεύμα Αθανάτων [#96]
Α’ Μέρος
Σόλων ο Αθηναίος

Ο πρώτος προστάτης του λαού, που έθεσε τα θεμέλια για την εδραίωση της κλασικής αθηναϊκής δημοκρατίας.
Ο Σόλων ο Αθηναίος υπήρξε μέγας νομοθέτης και φιλόσοφος, και συγκαταλέγεται ανάμεσα στους Επτά Σοφούς της αρχαιότητας, ενώ παράλληλα διακρίθηκε και ως εξέχων ελεγειακός ποιητής. Συγκέντρωνε στο πρόσωπο του πλείστες αρετές και ικανότητες, συνδυάζοντας τα χαρίσματα του μεγάλου πολιτικού. Ανήκε σε πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια, του γένους των Κοδριδών, με την καταγωγή του να ανάγεται συγκεκριμένα στην γενιά του μυθικού βασιλιά της Αθήνας, Κόδρου. Γεννήθηκε το 635 π.Χ στην Αθήνα, ωστόσο σύμφωνα με κάποιες άλλες ιστορικές πληροφορίες η καταγωγή του λέγεται πως ήταν από την Ασωπιάδα, μια άλλη ονομασία της Σαλαμίνας, ενώ πατέρας του ήταν ο Εξηκεστίδης, ο οποίος είχε μεριμνήσει για την εκπαίδευση και την ανατροφή του. Ακόμη, λέγεται πως όταν ο Σόλων έχασε την περιουσία του στράφηκε προς το εμπόριο, ταξιδεύοντας στην Αίγυπτο και τη Μικρά Ασία. Με αυτό τον τρόπο, επωφελούμενος από τις δεκαετίες των ταξιδιών του, είχε τη δυνατότητα να μελετήσει ξένους πολιτισμούς και νόμους, καθώς επίσης και τον πολιτικοοικονομικό βίο άλλων χωρών. Τα εφόδια που αποκόμισε από την μελέτη του αυτή τα αξιοποίησε με τρόπο αποτελεσματικό την κατάλληλη στιγμή, με στόχο την κοινωνική και οικονομική ανόρθωση της πατρίδας του, γεγονός που τον κατέστησε τον σπουδαιότερο άνδρα της εποχής του.
Όπως προαναφέρθηκε ήδη, εκτός από μεγάλος νομοθέτης ήταν και σπουδαίος εκπρόσωπος της ελεγείας, με το έργο του να παρουσιάζει ένα βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο, αντανακλώντας μέσα από τις αλλαγές στις οποίες ηγήθηκε, τις κοινωνικές συγκρούσεις και τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις της εποχής. Την εμπιστοσύνη του κοινού την κέρδισε, πρωτίστως, μέσω του ποιητικού του έργου, καθώς έγραφε στίχους φλογερούς, που ασκούσαν αναμφισβήτητη επιρροή στην αθηναϊκή δημόσια γνώμη, συμβουλεύοντας, ενθαρρύνοντας και ενθουσιάζοντας τους Αθηναίους. Συγκεκριμένα, είχε συγγράψει μια ελεγεία με τίτλο «Σαλαμίς», από την οποία διασώζονται μονάχα οχτώ στίχοι, μέσω της οποίας προέτρεπε τους Αθηναίους να ανακτήσουν το αγαπημένο τους νησί, εκδιώχνοντας τους Μεγαρείς που το κατείχαν τότε, τονίζοντας πως η Σαλαμίνα είχε τόσο εμπορική, όσο και στρατιωτική σημασία για την Αθήνα. Παράλληλα, είχε συγγράψει και άλλες ελεγείες με περιεχόμενο πολιτικό, από τις οποίες διασώζονται μεγαλύτερα αποσπάσματα. Σε αυτές εξέφραζε τα πολιτικά του φρονήματα, ενώ έντονη ήταν η αντανάκλαση της φιλοπατρίας και της αγάπης του προς τη δικαιοσύνη. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι οι ελεγείες του Σόλωνα ονομάστηκαν «γνωμικές», καθώς περιείχαν πολλές γνώμες.
Ο Σόλων ήταν εκείνος που διαπίστωσε ότι η κακοδαιμονία και οι έριδες των Αθηναίων δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένας αγώνας τάξεων, και έτσι μέσω των ποιημάτων του εξέφρασε την πεποίθηση του αυτή, υποσχόμενος την θεραπεία του κακού. Το 594 π.Χ εξελέγη άρχων με απεριόριστη εξουσία και απώτερο σκοπό την θεραπεία των κοινωνικών πληγών από τις οποίες έπασχε η πολιτεία. Έτσι, στα τριάντα εννέα του έτη μπαίνει στην πολιτική αρένα της Αθήνας, στο πιο κρίσιμο σημείο που η διάσταση ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλουσίους βρισκόταν σε πλήρη και αναίσχυντη ανάπτυξη. Με την επιλογή του ως νομοθέτη, οι Αθηναίοι του εμπιστεύτηκαν την αποκατάσταση της ειρήνης, μέσω της μεταβολής των θεσμών. Έτσι, μέσω μιας δικαιότερης νομοθεσίας κατόρθωσε σε μεγάλο βαθμό την εξίσωση των τάξεων, ανακουφίζοντας τους πολίτες. Τα μέτρα που έλαβε αφορούσαν την ελάφρυνση των χρεών, την απελευθέρωση των δούλων, την άρση υποθηκών σε κτήματα, την απαγόρευση της προσωπικής δουλείας του οφειλέτου και της οικογενείας του, την βελτίωση των όρων δανεισμού, αλλά και πλείστους άλλους τομείς. Αξιοσημείωτη και ιδιαιτέρως σημαντική ήταν και η εφαρμογή μιας νομισματικής μεταρρύθμισης, καθώς και άλλες πολλές δικονομικές μεταρρυθμίσεις.
Ειδικότερα, ως συνέπεια της βίαιης και μακρόχρονης εξέγερσης των πολιτών εναντίον των ευγενών, ο Σόλων κλήθηκε, κοινή συναινέσει των αντιμαχόμενων πλευρών, με έκτακτη διαδικασία να προχωρήσει στην θέσπιση νόμων, και για το έργο αυτό εξοπλίστηκε με έκτακτες εξουσίες. Εξελέγη άρχων, όμως, από το δήμο των Αθηνών και όχι από τον Άρειο Πάγο, όπως προέβλεπε το αθηναϊκό πολίτευμα της εποχής. Επίσης, του δόθηκαν οι έκτακτες εξουσίες του «διαλλακτού», δηλαδή του μεσολαβητή, του συμφιλιωτή και του νομοθέτη, τις οποίες διατήρησε και μετά το τέλος της ετήσιας παραμονής του στην εξουσία.
Πράγματι, τα νομοθετήματα του Σόλωνα ήταν ιδιαιτέρως τολμηρά και δραστικά, αντικατοπτρίζοντας το μέγεθος της κρίσης που κλήθηκαν να θεραπεύσουν. Βασίζονταν στην αρχή της ανισότητας και όχι της ισότητας, επιδιώκοντας κατά κύριο λόγο την αποτροπή των εμφύλιων διαμαχών και την διάλυση της πολιτικής κοινότητας της Αθήνας, διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική διαστρωμάτωση και την προβολή αυτής της διαστρωμάτωσης στη νομή της εξουσίας. Κατ’ επέκταση, προχώρησε στον καθορισμό των αξιωμάτων τα οποία μπορούσε κάποιος να ασκεί, με βασικό κριτήριο την τάξη στην οποία άνηκε, και όπου κατατασσόταν βάσει του εισοδήματος και της φοροδοτικής του ικανότητας. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι το αξίωμα του ταμία μπορούσαν να υπηρετήσουν μονάχα οι πολίτες της ανώτατης τάξης, ενώ οι προερχόμενοι από την κατώτατη τάξη είχαν μόνο δικαίωμα συμμετοχής στην Εκκλησία του Δήμου.
Ακόμη, έλαβε μέτρα που αποσκοπούσαν στην παύση της εξάρτησης των ακτημόνων από την αγροτική οικονομία, καθώς και στην ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας για την απορρόφηση αυτών των ακτημόνων, τους οποίους ο Σόλων προσπάθησε να προφυλάξει από την πλήρη αποφλοίωση, κάτι το οποίο κατάφερε σε σημαντικό βαθμό. Ωστόσο, οι ρυθμίσεις του αυτές λειτούργησαν ενισχυτικά τόσο για τους μικρομεσαίους αγρότες, όσο και για όσους ασκούσαν κάποιο επάγγελμα εκτός της γεωργίας. Παράλληλα, εξαλείφθηκαν τα στεγανά της καταγωγής, τα οποία εμπόδιζαν όσους πτώχευαν από κάποιο επάγγελμα να ανέλθουν σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, να γίνουν πολίτες και να λάβουν αξιώματα. Ωστόσο, το πολίτευμα της πόλης των Αθηνών παρέμεινε και μετά τις μεταρρυθμίσεις τιμοκρατικό, βασισμένο στην κοινωνική διαστρωμάτωση και στην νομή της εξουσίας από τους πολίτες, ανάλογα πάντα με το εισόδημα τους, αν και το εισόδημα αυτό μπορούσε στο εξής να προέρχεται από πληθώρα διαφορετικών δραστηριοτήτων, και όχι μόνο από την καλλιέργεια της γης.
Επιπλέον, θεμελιώδης επιδίωξη του Σόλωνα ήταν να καταστούν όλοι οι πολίτες συνυπεύθυνοι τόσο για την τήρηση των νόμων, όσο και για την καταστολή των παρανομιών, καθώς απώτερο ιδανικό του ήταν η ευνομία. Στα πλαίσια αυτά, το νομοθετικό του έργο περιελάμβανε πρώτα μέτρα επανόρθωσης της υπάρχουσας κατάστασης, πολιτειακές μεταρρυθμίσεις που αφορούσαν το πολιτικό σώμα, την λαϊκή κυριαρχία και τα δικαστήρια, καθώς και άλλα νομοθετήματα που αφορούσαν σε συγκεκριμένους τομείς.
Ένα από τα σημαντικότερα επανορθωτικά μέτρα ήταν η «σεισάχθεια», που στόχευε στην αποτίναξη των βαρών από τους πολίτες, και επετεύχθη μέσω σοφής διοικήσεως και νομοθεσίας, αποτρέποντας ακόμα και τον κίνδυνο αφανισμού της πόλης. Έτσι, κατάργησε τα υφιστάμενα χρέη ιδιωτών προς ιδιώτες και προς το δημόσιο και απελευθέρωσε όσους Αθηναίους είχαν γίνει δούλοι λόγω χρεών στην ίδια την Αθήνα, επαναφέροντας στην πόλη όσους εν τω μεταξύ είχαν μεταπωληθεί στο εξωτερικό. Επιπλέον, για να μην επαναληφθεί το φαινόμενο, κατάργησε το δανεισμό με εγγύηση το σώμα, δηλαδή την προσωπική ελευθερία του δανειολήπτη και των μελών της οικογένειας του, ενώ πιθανολογείται ότι αμνήστευσε τα αδικήματα που επέφεραν στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.

Ο Αριστοτέλης για τον «άριστο βίο»


Ο Αριστοτέλης για τον «άριστο βίο»
Η έννοια του «άριστου βίου» συγκεντρώνει πάντοτε το μέγιστο ενδιαφέρον του μεγάλου αρχαίου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, καθώς αποτελεί βασική του πεποίθηση ότι συνυφαίνεται άμεσα με τον προορισμό του ανθρώπου, δηλαδή με την ευδαιμονία του και τον αυτάρκη τρόπο βίωσης και διαβίωσης του.
Ωστόσο, ο άριστος βίος δεν δύναται να υφίσταται για κάθε άτομο ξεχωριστά, εάν η κοινωνική, πολιτική, πολιτειακή, οικονομική και η γενικότερη κατάσταση της πόλεως δεν είναι και αυτή άριστη. Και ο τρόπος για να είναι μια πόλη άριστη, δεν είναι άλλος από το άριστο πολίτευμα κατά την άποψη του Αριστοτέλη. Συνεπώς, άριστος βίος και άριστο πολίτευμα είναι πολύ στενά συνδεδεμένα, και δεν νοείται το ένα δίχως το άλλο.
Από αυτή την άποψη, η έννοια της άριστης κοινωνίας αναζητείται αφενός μέσα στην ενεργό και συνειδητή συμμετοχή του πολίτη στους κοινούς σκοπούς της πόλεως και αφετέρου μέσα στο είδος, δηλαδή στο «ποιόν» του πολιτεύματος της πόλεως. Ως εκ τούτου, δεν νοείται ως μια απλώς διανοητική ή ιδεατή σύλληψη, δηλαδή ως ένα «Δέον» ή επιθυμητό, αλλά ως το θεωρητικό και πρακτικό ενεργείν: ως ευπραξία μετ’ αρετής.
Εντός αυτού του πνεύματος, λοιπόν, κάθε πράξη για να λογίζεται ως δημιουργική ενέργεια και να είναι άριστη, πρέπει να είναι ενάρετη και αντίστροφα. Πιο συγκεκριμένα, αυτό σημαίνει ότι το ευχάριστο από μόνο του δεν είναι ενάρετο, και έτσι δεν ταυτίζεται με την ευδαιμονία. Το ευχάριστο χρειάζεται την αρετή, ώστε να ανταποκρίνεται στην ουσία της ανθρώπινης κοινωνίας, συνθέτοντας τον άριστο βίο της κοινωνίας και του ανθρώπινου ατόμου.
Στο σημείο αυτό, όμως, πρέπει να διασαφηνιστεί αρχικά τι σημαίνει η έννοια της «αρετής» κατά τον Αριστοτέλη. Πρωτίστως, η μετρημένη στάση ζωής, δηλαδή η σύμφωνη με την μεσότητα ανάμεσα στις δυο ακρότητες της υπερβολής και της στέρησης, αλλά ταυτόχρονα και εκείνη η ενεργός ζωή, που πραγματώνει αυτή την μεσότητα, παράγοντας συνακόλουθα τόσο τα πνευματικά, όσο και τα υλικά αγαθά. Με βάση, λοιπόν, την αρχή της μεσότητας, καθίσταται δυνατό, κατά τον φιλόσοφο, το άριστο πολίτευμα και ο άριστος βίος, ενώ η ακύρωση αυτής της αρχής παράγει μοχθηρούς, κακούργους, απατεώνες και επίδοξους αρχομανείς, τόσο από το άκρο των ζάπλουτων, όσο και από το άκρο των πάμφτωχων.
Πιο αναλυτικά, ο Αριστοτέλης αποφαινόταν ότι η πολιτεία, δηλαδή το πολίτευμα, είναι ένας συγκεκριμένος τρόπος ζωής της πόλεως. Όλες, βέβαια, οι πόλεις απαρτίζονται από τρία μέρη, από τους υπερβολικά πλούσιους, από τους υπερβολικά φτωχούς και από εκείνους που βρίσκονται στο μέσο αυτών των δύο. Καθώς, λοιπόν, είναι κοινώς αποδεκτό πως το μέτριο και το μέσον είναι το άριστο, γίνεται φανερό ότι και η απόκτηση όλων των ευτυχημάτων με μέτρο είναι βέλτιστη. Και αυτό, γιατί η με μέτρο απόκτηση των αγαθών υπακούει πολύ εύκολα στην λογική, ενώ ο υπερβολικά ωραίος ή ισχυρός ή ευγενικής καταγωγής ή πλούσιος, ή αντιθέτως ο υπερβολικά φτωχός ή ανίσχυρος ή ταπεινής καταγωγής είναι δύσκολο να ακολουθήσει την λογική. Και αυτό γιατί οι πρώτοι γίνονται κυρίως αναιδείς, αλαζόνες και μεγαλοαπατεώνες, ενώ οι δεύτεροι κακοποιοί και μικροαπατεώνες, που σημαίνει ότι άλλα αδικήματα διαπράττονται από αλαζονεία και άλλα από μοχθηρία.
Επίσης, ο Αριστοτέλης προσέθετε ότι όσοι βρίσκονται στο μέσον ελάχιστα ενδιαφέρονται να αποφεύγουν ή να καταλαμβάνουν αξιώματα, καθώς αμφότερες οι εν λόγω επιδιώξεις βλάπτουν τις πόλεις. Εξάλλου, όσοι έχουν υπερβολικά ευτυχήματα, δηλαδή αγαθά όπως δύναμη, πλούτο, φίλους και άλλα παρόμοια, ούτε θέλουν, ούτε εννοούν να υπακούουν στην εξουσία, λόγω της πολυτελούς ζωής τους. Από την άλλη πλευρά, οι υπερβολικά φτωχοί είναι συχνά δουλοπρεπείς, με αποτέλεσμα να μην ξέρουν να ασκούν εξουσία, παρά μόνο να εξουσιάζονται δουλικά από κάποια δεσποτική αρχή. Εντούτοις, οι πρώτοι δεν ανέχονται να εξουσιάζονται από καμιά δύναμη, παρά μόνο να ασκούν οι ίδιοι δεσποτική εξουσία. Έτσι, καταλήγουμε σε μια πόλη δούλων και εξουσιαστών, όχι όμως ελεύθερων ανθρώπων.
Αντίθετα, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι μια πόλη διέπεται από την απαίτηση να αποτελείται από ίσους καιόμοιους πολίτες στο μέγιστο δυνατό βαθμό, κάτι το οποίο εντοπίζεται στην μέση τάξη. Ως εκ τούτου, άριστο πολίτευμα έχει κατ’ αναγκαιότητα η πόλη, βάσει της φύσης της.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Αριστοτέλη, όσοι προέρχονται από το άκρο των υπερπλουσίων είναι αναιδείς και αλαζόνες, υβριστές και μεγαλοπόνηροι, και αυτό γιατί ο λογισμός τους δεν συνάδει με την φύση του έλλογου ανθρώπου, παρά με την ασπλαχνία, τον αμοραλισμό των μεγάλων συμφερόντων και με την εχθρότητα για το γενικό συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού, δηλαδή με του μέσου, της μεσότητας, της μέσης τάξης.
Εντούτοις, ο φιλόσοφος επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη πλειοψηφία δεν είναι απλώς αριθμητική, αλλά εννοιολογική ενότητα ποσότητας και ποιότητας ανθρώπων. Οι άνθρωποι της μεσότητας, σε αντίθεση με εκείνους της άκρατης δολιότητας, ενεργούν με φρόνηση, καθώς είναι αυτάρκεις και δεν έχουν ανάγκη να βλάψουν τα αγαθά των συνανθρώπων τους. Δεν υπονομεύουν και δεν υπονομεύονται, αλλά υπερασπίζονται την Λογική του άριστου, δηλαδή της ισορροπίας, της εσωτερικής ανταπόκρισης προς το αληθινά κοινό συμφέρον και προς την ισότητα των πολιτών.
Μια τέτοια πλειοψηφία, λοιπόν, δεν διέπεται από στυγνή αντιπαλότητα ή από βάρβαρη βιαιότητα για τον άλλο. Έτσι, δεν ολισθαίνει προς εκείνο το αχαλίνωτο είδος «δημοκρατίας», που εκφυλίζεται σε άκρατη ολιγαρχία ή τυραννίδα. Ωστόσο, σε αντίθεση με αυτή την πολιτική μεσότητα, οι μεγαλοπόνηροι και οι μεγαλοαπατεώνες, καθώς και το άλλο άκρο των υπερβολικά φτωχών, των εξαθλιωμένων και των μικροπόνηρων, ως δουλικά όργανα των μεγαλοπόνηρων, είναι οι κύριοι εκφραστές της αριστοτελικά εκφυλισμένης σε τυραννίδα δημοκρατίας.
Τέλος, επισημαίνεται ότι ο Αριστοτέλης με την έννοια της μεσότητας δεν εννοεί κάτι το ποσοτικά και αριθμητικά ενδιάμεσο ανάμεσα στην υπερβολή και την στέρηση, αλλά την εσωτερική λογική εξισορρόπησης, εναρμόνισης, συμμετρικής διαλλαγής δυο αντίθετων άκρων, εννοώντας σε επίπεδο αναλογικά της πολιτικής κοινωνίας, την ίση μεταχείριση των πολιτών και κατ’ επέκταση την κοινωνική ισότητα.

Φρειδερίκος Νίτσε - «Για τον Πόλεμο και τους Πολεμιστές»

Φρειδερίκος Νίτσε - «Για τον Πόλεμο και τους Πολεμιστές»
Δε θέλουμε να μας λυπούνται οι χειρότεροι εχθροί μας, ούτε κι εκείνοι που από καρδιάς αγαπούμε. Αφήστε με, λοιπόν, να σας πω την αλήθεια!
Αδελφοί μου εν πολέμω, σας αγαπώ από καρδιάς, είμαι και ήμουν όμοιος σας.
Και είμαι επίσης κι ο χειρότερος εχθρός σας. Αφήστε με, λοιπόν, να σας πω την αλήθεια!
Ξέρω το μίσος και τον φθόνο που... έχετε στην καρδιά σας. Δεν είσαστε αρκετά μεγάλοι, ώστε να μη γνωρίζεται το μίσος και τον φθόνο. Ας είστε, λοιπόν, αρκετά μεγάλοι, που να μη ντρέπεστε γι’ αυτό!
Κι αφού δεν μπορείτε να είστε άγιοι της γνώσης, γίνετε τουλάχιστον οι πολεμιστές της. Αυτοί είναι οι σύντροφοι κι οι πρόδρομοι τέτοιας αγιοσύνης.
Βλέπω πολλούς στρατιώτες: θέλω να δω πολλούς πολεμιστές! Ομοιόμορφη είναι η στολή που φοράνε: ας μην ήταν ομοιόμορφο ό,τι κρύβουν μ’ αυτήν!
Πρέπει να είστε σαν εκείνους που το μάτι τους γυρεύει αδιάκοπα έναν εχθρό, τον εχθρό σας. Και μερικοί από σας εμπνέουν το μίσος από την πρώτη ματιά.
Πρέπει να ζητάτε τον εχθρό σας, και πρέπει να αρχίσετε τον πόλεμο σας και τον πόλεμο για τις ιδέες σας! Κι αν νικηθεί η ιδέα σας, η τιμιότητα σας πρέπει να καλεί ακόμα το θρίαμβο!
Ν’ αγαπάτε την ειρήνη σα μέσον για καινούργιους πολέμους. Και τη σύντομη ειρήνη πιο πολύ από τη μακρόχρονη.
Δε σας συμβουλεύω να εργάζεστε, μα να πολεμάτε. Δε σας συμβουλεύω την ειρήνη, μα τη νίκη. Η δουλειά σας να ’ναι ένας αγώνας κ’ η ειρήνη σας να ’ναι μια νίκη!
Μπορεί κανείς να σωπαίνει και να ’ναι ήσυχος μόνο όταν έχει τόξο και σαΐτες: αλλιώς φλυαρεί και λογομαχεί. Η ειρήνη σας να ’ναι μια νίκη!
Λέτε πως ο καλός σκοπός αγιάζει και τον πόλεμο ακόμα; Εγώ σας λέω: Ο καλός πόλεμος είναι αυτό που αγιάζει κάθε σκοπό.
Ο πόλεμος και το θάρρος έχουν κατορθώσει πολύ μεγαλύτερα πράγματα παρ’ όσο η αγάπη προς τον πλησίον. Δεν είναι ο οίκτος σας, παρά η γενναιότητα σας που έσωσε ως τα τώρα τα θύματα.
«Τι' ναι καλό;» ρωτάτε. Το να ’ναι γενναίος κανείς, να τι είναι καλό. Αφήστε τα κοριτσόπουλα να λένε: «Καλό είναι ό,τι είναι ωραίο και συγκινητικό μαζί.»
Σας λένε άκαρδους: μα η καρδιά σας είναι καθαρή και μ’ αρέσει η ντροπαλοσύνη της εγκαρδιότητας σας. Ντρέπεστε για τη φουσκονεριά σας, κι άλλοι ντρέπονται για τη φυρονεριά τους.
Είστε άσχημοι; Πολύ καλά, αδερφοί μου! Τυλιχτείτε, τότε, τον υπέροχο μανδύα της ασχήμιας!
Κι όταν μεγαλώνει η ψυχή σας, τότε γίνεται υπερβολικά ζωηροί, και στο μεγαλείο σας υπάρχει κακία. Σας ξέρω.
Στην κακία συναντιούνται ο υπερβολικά ζωηρός με τον ασθενικό. Μα δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Σας ξέρω.
Πρέπει να έχετε μόνο εχθρούς για να τους μισείτε, όχι όμως εχθρούς για να τους περιφρονείτε. Πρέπει να είστε περήφανοι για τους εχθρούς σας: τότε οι επιτυχίες του εχθρού σας θα είναι δικές σας επιτυχίες.
Επανάσταση - αυτή είναι η ευγένεια του σκλάβου. Ας είναι η..... ευγένεια σας η υποταγή! Ας είναι κι η ίδια η προσταγή σας μια υποταγή!
Στ’ αυτιά ενός πολεμιστή το «οφείλεις» αντηχεί πιο ευχάριστα από το «θέλω». Και κάθε τι που σας είναι αγαπητό πρέπει να κατορθώσετε να σας το προστάξουν.
Η αγάπη σας για τη ζωή ας είναι αγάπη για τη μεγαλύτερη ελπίδα σας, ας είναι η μεγαλύτερη σκέψη της ζωής!
Μα τη μεγαλύτερη σκέψη σας πρέπει να μ’ αφήσετε να σας την προστάξω - και είναι τούτη εδώ: ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί.
Ζείτε, λοιπόν, τη ζωή της υποταγής και του πολέμου! Τι σημασία έχει η μακρά ζωή! Ποιος πολεμιστής θέλει να τον λυπηθούν!
Δε σας λυπούμαι, σας αγαπώ από καρδιάς, εν πολέμω αδερφοί μου!
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα. 
«Τάδε έφη Ζαρατούστρα»


Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2015

Η δήθεν “αγάπη” τους είναι μίσος για τον Ελληνισμό

Η δήθεν “αγάπη” τους είναι μίσος για τον Ελληνισμό
Δεν χρειάζεται να κάνεις και πολλά! Απλά να ανοίξεις τον διακόπτη, και να λειτουργήσει η οθόνη και το ράδιο, σε κάποιον από τους διάφορους σταθμούς. Αρκεί να αγοράσεις μια από τις πολλές εφημερίδες που υποτίθεται αντιπροσωπεύουν την κοινή γνώμη. Εν τέλει να ακούσεις τους προφέσορες, από τα έδρανα ενός σχολείου ή ενός πανεπιστημίου. Όλοι μα όλοι, συνασπισμένοι σε έναν σκοπό: Την καταγγελία και την καταπολέμηση του “φασιστικού κινδύνου”! Και τι δεν λένε: Απειλή για την δημοκρατία, για την κοινωνία, την πρόοδο, τις “πανανθρώπινες οικουμενικές αξίες”, για την ανθρωπότητα, για τον πολιτισμό εν γένει. Εν ολίγοις, μας παρουσιάζουν σαν λύκους  που μπαίνουν σε μια στάνη με πρόβατα. Και κατακλείδα στην δριμύτατη πολεμική τους, έκκληση για συσπείρωση των ανθρώπων κάτω από όμορφα σχηματισμένες λέξεις: Ελευθερία, Πολιτισμός, Ανοχή,Πρόοδος, Σεβασμός στην Διαφορετικότητα, Ειρήνη, Άνθρωπος, Δικαίωμα....Ανθρωπότητα! Μα τι καλοί άνθρωποι; Και τι κτήνη αυτοί οι φασίστες,οι Χρυσαυγίτες που εχθρεύονται όλα αυτά τα πράγματα; Είναι όμως έτσι; Μετα παρρησίας, απαντάμε πως...ΟΧΙ!!!
Ζούμε στην εποχή της υποκρισίας, της διαστρέβλωσης και της αποδόμησης. Ιδεολογικός ταγός μας και δυνάστης, ο "διανοούμενος"! Το είδος ανθρώπου που χαρακτηρίζεται από μηδενική δια ζώσης επαφή με το πραγματικό περιβάλλον, παρά μέσω της διόπτρας των βιβλίων και της θεωρίας. Ένας αυτάρεσκος κηφήνας που θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο,επειδή διάβασε πέντε βιβλία παραπάνω από τον μέσο άνθρωπο, χωρίς να είναι όμως βέβαιο ότι κατάλαβε και τίποτε από αυτά. Ένας παραγωγός θεωρίας για την θεωρία και εχθρός κάθε τι πρακτικού! Πιστός λάτρης αυθαίρετων εννοιών και αξιών που ο ίδιος επινόησε ή κληρονόμησε από όμοιους προκατόχους του, και βάση των οποίων ερμηνεύει τον κόσμο, την ζωή και ακόμα την ίδια του την ύπαρξη. Φανατικός πολέμιος κάθε θέσης που ξεφεύγει από τα όρια έντασης και σκέψης  που προκρίνει, βαφτίζοντάς την “προκατάληψη”, χωρίς ο ίδιος να συνειδητοποιεί ότι η ίδια του η θέαση των πραγμάτων είναι μια προκατάληψη μιας και δογματίζει τον κόσμο βάσει αυθαίρετων κανόνων που επινοεί. Ο μέγιστος υποκριτής, που ενώ ισχυρίζεται ότι απελευθερώνει τον άνθρωπο από τους διάφορους περιορισμούς, απλώς τον καλουπώνει σύμφωνα με τα δικά του, ξεχωριστά κριτήρια.
Ο πιστός μιας θρησκείας είναι “προληπτικός” επειδή πιστεύει σε μια ανώτερη, αόρατη δύναμη, και όχι στην Λογική, όπως ο καλός μας διανούμενος. Αλήθεια, ποιανού την Λογική και σε ποιο επίπεδο; Λογική έχει ο δειλός, λογική και ο γενναίος. Λογική ο τίμιος, λογική και ο απατεώνας! Εν τέλει ποιο είναι το μέτρο της Λογικής και ποιές οι εκφάνσεις της; O διανούμενος δεν ξέρει, και ούτε τον νοιάζει να μάθει. Έχει μάθει εκ των προτέρων ότι είναι κάτι “θεάρεστο” και πρέπει να το υπερασπιζόμαστε πάση θυσία. Επίσης ο πατριώτης που θέλει την πατρίδα του ελεύθερη και δυνατή, είναι ένας “οπισθοδρομικός βάρβαρος που δυναμιτίζει την κατανόηση μεταξύ των ανθρώπων” και θιασώτης μιας αφηρημένης έννοιας, σύμφωνα με τον διαννούμενο. Αν η Πατρίδα που έχει σαφή όρια, σαφές περιεχόμενο και σαφές προορισμό είναι μια αφηρημένη έννοια, τότε τί είναι η “ανθρωπότητα”; Ένα λογιστικό άθροισμα έμβιων όντων χωρίς ίδιο σκοπό, χωρίς δεσμούς περισσότερους, από ένα τίτλο στα βιβλία βιολογίας: Homo Sapiens! Η “ανθρωπότητα” είναι κάτι ιερό για αυτόν και πρέπει να υπερασπισθεί πάση θυσία. Εχθρεύεται τον ιερέα γιατί είναι “ενάντια στην Πρόοδο και δυναστεύει με όπλο την ηθικολογία”, αλλά ξεχνά να υπενθυμίσει στον εαυτό του -πρώτα απ΄ ολα- το εξής : 
Ότι και ο ίδιος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας μετα-μοντέρνος "παπάς", με μεγάλο περίσσευμα ηθικολογίας και μέγιστο έλλειμμα ήθους!
Παρένθεση: Κάποιος κακοπροαίρετος, θα σκεφτεί ότι όλη αυτή η δριμεία επίθεση στους διανοούμενους συνεπάγεται και μια ταυτόχρονη αποθέωση των αγράμματων, και ότι είμαστε εχθροί της Παιδείας και της Μόρφωσης. Κάθε άλλο! Ανθρώπινο πρότυπο για μας είναι ο σκεπτόμενος άνθρωπος, που είναι προσανατολισμένος στην δράση, ήτοι συνδυάζει το βιβλίο με το ξίφος! Είμαστε πραγματικοί υπέρμαχοι της Παιδείας και της Μόρφωσης, μιας και αναγνωρίζουμε ότι Παιδεία δεν συνεπάγεται απλά ένα αρτηριοσκληρωτικό σύστημα εκπαίδευσης και μια στεγνή ανάγνωση και συσσώρευση γνώσεων, αλλά μια διαρκής τριβή με το περιβάλλον και την καλλιέργεια ήθους και πνεύματος, μέσω διαρκούς έκθεσης σε περιστάσεις που τα απαιτούν. Ο ξεκομμένος από την πρακτική διανοούμενος, είναι η αντίθετη πλευρά του νομίσματος που αντιπροσωπεύει ο αμαθής αγροίκος. Και οι δύο αποτελέσματα εντροπίας και διάλυσης, αιώνιοι ουραγοί του Νέου Ανθρώπου, που θα επιτύχει την χρυσή τομή μεταξύ Σκέψης και Δράσης!
Επανερχόμενοι στο θέμα, δηλαδή τους μετα-μοντέρνους ιερείς μας, τους διανοούμενους, δεν μπορούμε μπορούμε να πάμε και στους πιστούς τους καθώς και την Εδέμ τους: τους αυτοαποκαλούμενους “προοδευτικούς” και την “ανοιχτή κοινωνία”! Ο προοδευτικός, είναι πάνω από όλα ανεκτικός, σέβεται την διαφορετικότητα σε κάθε επίπεδο, προκρίνει την σύγκρουση αρκεί αυτή να γίνεται “πολιτισμένα” , δηλαδή με διάλογο και συναίνεση. Μεγάλος υπερασπιστής της ειρήνης και της "προόδου" και που η αγάπη προς άπαντες ξεχειλίζει από μέσα του. Σε πρώτη φάση δεν μπορεί κανείς να πει κάτι αρνητικό για αυτόν τον άνθρωπο. Αλλά σε δεύτερη φάση, και παρατηρώντας την συμπεριφορά του,  μπορεί να διακρίνει κανείς τα κίνητρά του και το πραγματικό του πρόσωπο!
Η αναγωγή της “ανοχής” και του “σεβασμού στην διαφορετικότητα” σαν απόλυτη αξία, έχει βαθύτερη αιτία την απουσία πραγματικών αξιών και σημείων αναφοράς για τον άνθρωπο αυτό. Λατρεύει την πολυχρωμία και τον πλουραλισμό της κοινωνίας γιατί πολύ απλά σε αυτήν μπορεί να κρύβεται, και να μην αποκαλύπτει τον πραγματικό κενό εαυτό του. Απεχθάνεται την βία, όχι γιατί πραγματικά δεν θέλει να εμπλακεί σε αυτή, αλλά γιατί είναι πραγματικά ανάξιος να εμπλακεί σε κίνδυνο για την υπεράσπιση αξιών, μιας και αυτές δεν υπάρχουν. Απόδειξη αυτού, η χαιρέκακη ενδότερη αντίδρασή του στο άκουσμα της βίαιης καταστολής ή και φόνου ενός αντιπάλου του, μη- προοδευτικού, μιας και τον απαλλάσσει από κάθε κίνδυνο να διασπαστεί η αφασική μακαριότητα, ο κόσμος των ψευδαισθήσεων, στον οποίο ζει. Επίσης σέβεται όλες τις απόψεις, αρκεί αυτές να περιστρέφονται γύρω από την σημασία της “προόδου” και των δοξασιών του. Στους κοινωνούς των αντίθετων απόψεων προετοιμάζει χυδαίες επιθέσεις και αφ' υψηλου,εκ του ασφαλούς κριτική δίχως να δίνει δικαίωμα αντιλόγου. Ακόμα και στα μέτρα που θέτει το παιχνίδι, δηλαδή του διαλόγου, αποδεικνύεται δειλός γιατί δεν θέλει άξιους αντιπάλους αλλά προτιμά να συνδιαλέγεται με άτομα που καλύπτουν το στερεότυπο που έχει για τους αντι-προοδευτικούς, δηλαδή άτομα απαίδευτα με αδυναμία να υποστηρίξουν την θέση τους, ώστε να μπορεί εύκολα να τα “αποστομώνει” και να ενισχύει την ματαιοδοξία του. Λεξιμαχεί υπέρ της ειρήνης σαν απόλυτης αξίας, γιατί φοβάται πως ο πόλεμος θα ξεσκεπάσει το αληθινό του πρόσωπο: Ένα θλιβερό ασπόνδυλο χωρίς πραγματική θέληση,ένας μπακαλίσκος της ηθικής, που είναι ανίκανος να θυσιαστεί για αξίες και ιδανικά και που για αυτό τον λόγο σχετικοποιεί και συμβιβάζεται με τα πάντα.
Του δημιουργού μιας σάπιας κοινωνίας που αυτο-διαλύεται και το μόνο που καλλιεργεί είναι αυτο-ενοχικά σύνδρομα στους κοινωνούς της, μέσω της λατρείας της θυματοποίησης. Αν ο γηγενής δεν αισθάνεται άνετα με την εισβολή των διαφόρων τριτοκοσμικών και δεν θέλει την αλλοτροίωση των κοινωνικών ηθών του και της ιδιοπροσωπίας του, είναι κακός οπισθοδρομικός ξενόφοβος που εχθρεύεται τον “κακομοίρη” μετανάστη. Αν ο ετεροφυλόφιλος νιώθει την ομοφυλοφιλία αποκρουστική, είναι επίσης ένας κακός ομοφοβικός γιατί κρίνει τον “κακομοίρη” ομοφυλόφιλο που “καταπιέζεται”. Εν κατακλείδι θα πρέπει να νιώθει ντροπή για τα φυσικά συναισθήματα που το “διαφορετικό” του εμπνέει. Και για να τα αντιμετωπίσει θα πρέπει καθημερινά να καταπιέζει αυτά τα συναισθήματα του, για να δείξει καλό πρόσωπο και "κουλτούρα”, για να μην δεχθεί την ηθικολογική κριτική των “προοδευτικών”. Αυτή η υποκριτική κοινωνία που υποσχέθηκε πως θα μας χειραφετήσει όλους, μας βυθίζει όλο και περισσότερο στην τυραννία των κόμπλεξ και μας επιβάλλει, μέρα με την μέρα, τον αυτο-ευνουχισμό μας. Σε αυτήν την κοινωνία επιτρέπεται βέβαια να έχεις αξίες, αλλά πρέπει να εκφράζονται παθητικά. Μπορείς να είσαι “πατριώτης” στον καναπέ και στην επίκληση φερ' ειπίν, αλλά επ' ουδενί στην δράση. Γιατί αλλιώς δεν προάγεται η “ανοχή” και η “πρόοδος” αλλά το “μίσος”!
Και εκεί είναι που συντελείται το μεγαλύτερο έγκλημα των προοδευτικών. Η πλήρης διαστροφή των εννοιών "αγάπη" και "μίσος". Την απέχθεια για την ίδια τους την φύση την βάφτισαν "αγάπη", και την πραγματική έμπρακτη αγάπη για αξίες και ιδανικά που εκφράζεται με αγώνα την ονομάτισαν "μίσος"! Το λεγόμενο "μίσος",είναι το μέγιστο πρόβλημα των “προοδευτικών” και το θεωρούν σαν την μέγιστη αμαρτία. Και δικαίως το κάνουν! Γιατί ουσιαστικά είναι η πραγματική, ακατέργαστη και ασυμβίβαστη αγάπη, κάτι που είναι τορπίλη στα θεμέλια του συστήματος της ατομοκεντρικής τους αφασίας! Αυτό το συναίσθημα μας αναζωπυρώνει, μας κινητοποιεί και μας χειραφετεί. Δίνει σκοπό στην ζωή μας, μιας και μας αναγκάζει να υπερασπιστούμε αυτά,που θεωρούμε ιερά στην ζωή. Σκεφτείτε το! Αν δεν αγαπούσαμε την δικαιοσύνη, δεν θα μισούσαμε την αδικία. Αν δεν αγαπούσαμε την ελευθερία, δεν θα μισούσαμε τον δυνάστη μας. Αυτό που αποκαλούν μίσος, είναι το φυσικό συναίσθημα εναντίον των καταστάσεων που απειλούν αυτά που αγαπάμε, και αυτό είναι που μας χωρίζει από τα ζώα, μιας και αυτά δεν "μισούν" ποτέ! “Αγαπούν” τον οποιονδήποτε που μπορεί να τους εξασφαλίσει την ζωή και υποτάσσονται σε αυτόν παθητικά. Αλλά εμείς είμαστε διαφορετικοί! Έχουμε αξίες, ιδανικά, και σκοπούς που μας υπερβαίνουν σαν προσωπικότητες. Και αυτά έχουν πραγματική αξία, όταν είμαστε ενεργητικοί υπερασπιστές τους, και όχι παθητικοί υμνητές τους. Εν ολίγοις το υποτιθέμενο "μίσος" που μας διακατέχει, δεν είναι παρά το σημάδι ότι μέσα μας ελοχεύει και κυριαρχεί ένα ασυμβίμβαστο συναίσθημα πραγματικής αγάπης, σε αντίθεση με το πρότυπο του παθητικού, αυτιστικού μαζάνθρωπου, που ευαγγελίζεται η “προοδευτικότητα”, ο οποίος βλέπει με ευμενή διάθεση αποδοχής και ανέχεται τα πάντα ακόμα και αν τον θίγουν. Μια αγάπη που δίνει ισχύ στις αξίες μας και τις καθιστά πανταχού ζώσες και νικηφόρες. Που μας δίνει σκοπό και αναζωπυρώνει την ταυτότητα μας. Εν τέλει είναι αυτό που συστηματοποιεί και προφυλάσσει την ηθική, τις αξίες, τα ιδανικά μας. Εν κατακλείδι, “μισούμε” γιατί είμαστε σε θέση να αγαπήσουμε πραγματικά και όχι ρητορικά και υποκριτικά, όπως οι καιροί το απαιτούν και το επιβάλλουν. Γιατί είμαστε αγνοί , υπερασπιστές κάτι ανώτερου απο εμάς, και όχι χαμερπείς υποκριτές,δούλοι των συμπλεγμάτων μας. Γιατί θέλουμε να ζήσουμε τη ζωή μας με ένταση και συναίσθημα. Γιατί το "μίσος" μας είναι το παράγωγο μιας φλογερής αγάπης και θέλησης, που είναι και τα όπλα μας ενάντια στην υποκρισία του συστήματος. Είναι ένα αποτέλεσμα ενός συναισθήματος παντοδύναμου, που η ελίτ -εθνική και παγκόσμια- το φοβάται, γιατί ξέρει ότι στο μέλλον θα αποδειχθεί η μόνη,αγνή επαναστατική δύναμη, μια και θα είναι σε θέση να ανατρέψει και να δημιουργήσει αυτοκρατορίες! 


H Σταχομαζώχτρα - Ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα. Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος; Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ. Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁσουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴχειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του; Ἡκόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁπατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸπρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!). Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρουςὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰὈκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της. Ἀλλὰ τὸπρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτοςἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸνἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺςἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱφ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχίαἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίανἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
* * *
Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ θεια-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ. Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶνὰ πέσῃ βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα». Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὅσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δύο ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰμέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλά τινα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου. Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, «χιονιστής», ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων.Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμιαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν. Τὴν ἑσπέραν τῆς 23, ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸσχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν «φύλακα»* ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὗρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχενἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾽ ἡἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸπτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾽ ἡ στάκτη ἦτοὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διά τινος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου. Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταέτης μόλις, ἔτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξε τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁοἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ*, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς. Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶτοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰφάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
* * *
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾽ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμά τι τυλιγμένον εἰς τὸν κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστιςἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του,ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθός της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρτου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τίς οἶδεν ἀντὶ ποίωνἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων! Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῆ, πρὸ ποίας θυσίας ἠδύνατο νὰὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾽ αὐτήν, καθόσονἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦμακαρίτου μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾽ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πατρώνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾽ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσηςἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου, οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν. Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰτὰ δύο ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴ πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦσκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδομένη, ἀλλ᾽ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ο Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινενἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
* * *
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της,ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου: ―  Καλῶς τὰ ᾽δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν. «Καλῶς τὰ ᾽δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε; ―Ἔλαβα ἕνα γράμμα διὰ σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεύς, τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του. ―Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶμακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισε πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω; Ο ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγε μέγαν φάκελον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα. ―  Γράμμα, εἶπες, παπά;ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίτσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τί τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς. Ὁ φάκελος, ὃν εἶχενἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος. ― Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι,ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μοῦ τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν. Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον. ―  Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰσὲ ἀποβλέπει. ―Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα. Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσε τὸχαρτίον. ―  Εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλλει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν. ― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα. Καὶ εἶτα προσέθηκε: ―  Δόξα σοι, ὁ Θεός! Ὁ ἱερεὺςἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾽ ἀναγνώσῃ: ―  Εἶναι κακογραμμένα, ἐπανέλαβε, κ᾽ ἐγὼδυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα. Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾽ ἀναγινώσκῃ: «Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κτλ. κτλ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τί γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμίαν συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας. »Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δύο φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦτόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθῆ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπουἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾽ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰςἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε ἡμεῖς νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ. »Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾽ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁπατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶνὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰσαρανταλείτουργα…» Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾽ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα,ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιών, διὸ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸτέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸπρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτῖνα νεότητος καὶκαλλονῆς. Τὰ δύο παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκειτο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των,ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.
* * *
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστής, ἢ ἔμπορος, ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρονἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾽ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας. Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν,ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾽ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλαἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸμαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾽ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον. ―Ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾽ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι. Εἶτα ἐπανέλαβεν: ―Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρομε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνᾶτα ἢ δέκα… Διεκόπη. Παρ᾽ ὀλίγον θὰἔλεγε «δέκα λίρες». ―  Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρῃνὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα; Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸκιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν,ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτην νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς λατινικοὺς χαρακτῆρας: ―  Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον; ― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα. ― Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν. Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling*, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή. ―  Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃτάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς. Καὶἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. ―  Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶτῆς κεφαλίδος ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰσᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων. Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ᾐσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.
* * *
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰς χεῖρας, καὶ κάτι ἐφαίνετο σκεπτόμενος. ―  Τώρα, τί τὰθέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραῖαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾽τὸν χαμένον κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρά, ἕνα σωστὸν παρά, μοναχὰ στέλνουν παλιόχαρτα.Ἔφερε δύο βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε: ―  Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα. Εἶτα ἐξηκολούθησε: ―  Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾽ ἔχεις κ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσωἐγὼ ἑνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλιά… Καὶ γιὰ νά ᾽μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νά ᾽μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν… Ἄ! ξέχασα!… Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸἐσκέπτετο. ―Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα… Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του: ―  Μὰ κ᾽ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δύο τάλλαρα θαρρῶ. Καὶ ὡπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του: ―  Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω… ἐσένα, ὅσα σοῦ δώσω, θὰσοῦ φανοῦν χάρισμα. Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον. Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ καταστίχου τούτου ὡμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως. Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾽ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾽ ἀναβλαστήσῃ. Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δύο λογαριασμούς. ―Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσεν ὁ μακαρίτηςὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δύο τάλλαρα δανεικὰ κι ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται… Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴνἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων. ―  Κάνει νὰ σοῦ δίνω… ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης. Τῇ στιγμῇ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.
* * *
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾽ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρὰν νῆσον. Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰμεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης. ―  Τί ἔχουμε κὺρ Μαργαρίτη;… Τ᾽ εἶν᾽ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας. Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας: ―  Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷτῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη; ―  Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν. ―  Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶπάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου; ―  Μάλιστα. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε ναί, ἀλλὰ νῦν ἠπόρει καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε μάλιστα, καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην. ―  Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης. ―  Σοῦ λέγω διὰδέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια; Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου: ―  Εἶναι σίγουρος παράς, ἀρζὰν-κοντάν*, σοῦ λέγω. Θὰ τὸἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως; Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του. ―  Μπορεῖ νὰτὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες… γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης. ―  Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές. Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁἀγαθὸς ἱερεύς, παρέβαλεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα τὸ φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον. Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας. Καὶ ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ «ἄδολην»* μανδήλαν, τὰ δὲ δύο ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.
(1889